Σαλέρνο

Σαλέρνο
(Salerno). Πόλη (περ. 151.398 κάτ.) της Ιταλίας στην Καμπανία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του ομώνυμου κόλπου, που βρίσκεται ανάμεσα στην Καμπανέλα και τη Λικόζα (υψόμ. 4). Το κέντρο της απλώνεται σε ωραιότατη τοποθεσία, πάνω στην πλαγιά ενός λόφου που επιστέφεται από κάστρο, στα δεξιά των εκβολών του Ίρνο. Περιλαμβάνει το αρχαίο τμήμα με τους στενούς και ακανόνιστους δρόμους, και τις σύγχρονες συνοικίες με τις μεγάλες λεωφόρους, που φτάνουν από τους πρόποδες του λόφου ως τη θάλασσα. Το Σ. έχει αναπτυγμένη βιομηχανία τροφίμων (κονσερβοποιία, εργοστάσια παραγωγής ζυμαρικών και αλεύρων) υφαντουργία (εργοστάσια επεξεργασίας βαμβακιού και μετάξης, μηχανοκατασκευές τσιμεντοποιία, χαρτοποιία κ.ά. Σημαντικό είναι ακόμα το εμπόριο γεωργικών προϊόντων, που διεξάγεται από το λιμάνι της πόλης. Το Σ. αποτελεί σταθμό της σιδηροδρομικής γραμμής Νεάπολη - Πάολα. Από τα πολυάριθμα λογγοβαρδικά μνημεία του παρελθόντος παραμένουν μόνο η Πύλη Ρατεπράντι, η αψίδα Άρεκι και λίγα ακόμα ερείπια. Σπουδαιότερο μνημείο είναι ο καθεδρικός ναός, που ξαναχτίστηκε (1076 - 1085) από το Ροβέρτο Γυισκάρδο· πρόκειται για ένα μεγαλοπρεπές οικοδόμημα με τρεις νάρθηκες, όπου φτάνει κανείς περνώντας μέσα από μία στοά (πόρτικο) με αραβικές αψίδες. Το εσωτερικό του είναι πλούσια διακοσμημένο με πολύτιμα κειμήλια και μωσαϊκά. Από τα άλλα μνημεία αξιομνημόνευτα είναι τα απομεινάρια των αρχαίων υδραγωγείων (9ος-13ος αι.) οι εκκλησίες του Άγιου Ανδρέα (καμπαναριό του 12ου αι.) του Άγιου Αλφόνσου (11ος αι.), της Σταύρωσης (9ος - 10ος αι.) και του Άγιου Γεώργιου, σε ρυθμό μπαρόκ. Η εκκλησία του Ευαγγελισμού είναι έργο του Λ. Βανβιτέλι. Η ομώνυμη επαρχία έχει έκταση 4923 τ. χλμ. και συνολικό πληθυσμό περ. 1 076 860 κάτ. Περιλαμβάνει όλο το μεσημβρινό τμήμα της Καμπανίας και εκτείνεται από τον κόλπο της Νεάπολης ως τον κόλπο Πολικάστρο. Η οικονομία της περιοχής στηρίζεται στη γεωργία, τα κυριότερα προϊόντα της οποίας είναι το σιτάρι, ο αραβόσιτος, οι πατάτες, ο καπνός, τα λαχανικά τα εσπεριδοειδή, το κρασί και το λάδι. Σημαντική είναι επίσης η εκτροφή βοοειδών, χοίρων και ίππων. Οι βιομηχανίες (τροφίμων, μηχανοκατασκευών, υφασμάτων) είναι συγκεντρωμένες στην πρωτεύουσα και στα μεγάλα αστικά κέντρα της επαρχίας (Σάρνο, Σκαφάτι, Κάβα ντέι, Τιρένι, Αμάλφι, Άνγκρι, Μπατιπάλια). Ιστορία. Το Σ. είναι αρχαιότατη πόλη ετρου-σκοελληνικής καταγωγής, που καταλήφθηκε το 194 π.Χ. από τους Ρωμαίους (Salernum). Ανοικοδομήθηκε ή συμπληρώθηκε από αυτούς στη θέση της προηγούμενης, η ύπαρξη της οποίας μαρτυρεΐται από μια νεκρόπολη του 6ου - 5ου αι. π.Χ. Περιτειχισμένη και οχυρωμένη αποτέλεσε σημαντική στρατηγική πόλη και την τελευταία ιταλική περιοχή που υποτάχτηκε στους Λογγοβάρδους (645 μ.Χ.), αφού προηγούμενα είχε δεχτεί τις επιθέσεις των Γότθων, Βάνδαλων και Βυζαντινών. Στα χρόνια των Λογγοβάρδων απόχτησε μεγάλη ακμή και αποτέλεσε μέρος του δουκάτου του Βενεβέντου. Με όλη τη γύρω περιοχή αποτέλεσε στη συνέχεια ιδιαίτερο πριγκιπάτο, από το 839 ως το 1075 οπότε πολιορκήθηκε από το Ροβέρτο Γυισκάρδο, στα χέρια του οποίου περιήλθε μετά από γενναία αντίσταση. Στη συνέχεια πέρασε στο βασίλειο της Νεάπολης όπου παράμεινε ως το 1860 που ενώθηκε με το βασίλειο της Ιταλίας. Η πόλη απόχτησε τεράστια φήμη κατά το Μεσαίωνα (11ος αι.), για την ιατρική της σχολή, γνωστή σε όλα τα μεσογειακά κράτη, η ύπαρξη της οποίας μαρτυρείτε ήδη από τον 9o αι. Το 1213, η σχολή αυτή μαζί με τη νομική και τη φιλοσοφική αποτέλεσαν πανεπιστήμιο στο οποίο δίδαξαν διακεκριμένοι επιστήμονες. Η φήμη της ιατρικής σχολής οφειλόταν κυρίως στην προσήλωση της στην αρχαία ελληνική ιατρική, γι’ αυτό και άρχισε να παρακμάζει από την εισαγωγή της αραβικής ιατρικής, οπότε το 1811, με διάταγμα του Ναπολέοντα, το πανεπιστήμιο του Σ. καταλύθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καμπάνια — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • καμπανιά — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • Νάπολη — (Napoli). Πόλη (993.386 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και της Καμπανίας. Είναι η τρίτη σε μέγεθος πόλη της χώρας μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο, η Ν. αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη του Νότου. Η θέση της είναι… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Γυισκάρδος, Ροβέρτος — (Robert Guiscard, 1015 – 1085). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Νορμανδού κατακτητή Ρομπέρ Γκιϊσκάρ. Το 1047 πήγε στην Ιταλία, όπου τέθηκε στην υπηρεσία του Παντόλφου, πρίγκιπα της Καπύης και το 1050 έγινε σύντροφος του Νορμανδού ιππότη… …   Dictionary of Greek

  • άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

  • δαμασκήνωση — Τεχνική διακόσμησης χάλκινων, ορειχάλκινων ή ατσάλινων αντικειμένων με ένθετα, συνήθως πολύτιμα, μέταλλα (χρυσό, άργυρο κ.ά.) διαφορετικού χρώματος. Αφού σχεδιαστούν στην επιφάνεια του αντικειμένου τα μοτίβα, χαράζονται με αιχμηρό εργαλείο ή με… …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”